τελεταρχώ

τελεταρχώ
-έω, ΜΑ [τελετάρχης]
μσν.
παθ. τελεταρχοῡμαι, -έομαι
α) καθιερώνομαι («τὸ κούρευμα, δι' οὗ οἱ μοναχοὶ τῷ θεώ καθοσιοῡνται, οὐκ ἄλλως τελεταρχοῡνται», Ευστ.)
β) (για πράγμ.) εκτελούμαι
αρχ.
είμαι επικεφαλής κατά την τέλεση μυστηρίου, είμαι τελετάρχης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”